μπήζω

μπήζω
μπήζω, έμπηξα βλ. πίν. 23 και πρβλ. μπήγω

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μπήζω — (Μ μπήζω) βλ. μπήγω …   Dictionary of Greek

  • μπήζω — μπήγω (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μπήγω — και μπήζω και μπήχνω και μπήχτω (Μ μπήγω και σμπήγω και μπήσσω και μπήζω) εισάγω κάτι μέσα σε άλλο ή στο έδαφος ή σε στερεό σώμα με πίεση ή χτύπημα, καρφώνω, χώνω («τού γιου μου αρπάζω το σπαθί στα στήθη της τό μπήγω», Βιζυην.) νεοελλ. 1. τρώγω… …   Dictionary of Greek

  • αγκυλίζω — [αγκύλι] 1. (για έντομα) αγκυλώνω, κεντρίζω, τσιμπάω 2. μπήζω το μαχαίρι, τραυματίζω 3. ενοχλώ, πειράζω …   Dictionary of Greek

  • μπήγω — μπήγω, έμπηξα βλ. πίν. 21 και πρβλ. μπήζω …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • μπήγω — και μπήζω έμπηξα, μπήχτηκα, μπηγμένος 1. χώνω κάτι μυτερό κάπου: Έμπηξε το μαχαίρι στο λαιμό του θύματος. 2. φρ., «Έμπηξα τις φωνές», ξέσπασα σε φωνές, φώναξα δυνατά· «Έμπηξα τα γέλια», ξέσπασα σε γέλια, άρχισα να γελώ δυνατά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”